- φυλακτῷ
- φυλακτόςcapable of being preservedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καιροφυλακτώ — (AM καιροφυλακτῶ, έω) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακτῶ (< φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α φυλακτώ, τειχο φυλακτώ] … Dictionary of Greek